λευκό-ϊον

λευκό-ϊον

λευκό-ϊον, τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • левко́й — я, м. Травянистое декоративное растение сем. крестоцветных, с душистыми цветками различной окраски, собранными в кисти. Тянуло от окон, раскрытых в ночную прохладу, чуть горьковатым ароматом левкоев. Коптяева, Иван Иванович. [греч. λευκοϊον] …   Малый академический словарь

  • ψιμύθιο — το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμ(μ)ίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο νεοελλ. 1. καλλυντικό, φτειασίδι 2. το λευκό χρώμα που… …   Dictionary of Greek

  • βιολέτα — (violla).Κοινή ονομασία της καλλιεργούμενης ποικιλίας του φυτικού είδους ματθιόλα η πολιά της οικογένειας των σταυρανθών. Έχει βλαστό διακλαδιζόμενο, με τη βάση αποξυλωμένη, ύψος 30 60 εκ., φύλλα επαλλάσσοντα, προμήκη, χνουδωτά, άνθη κόκκινα,… …   Dictionary of Greek

  • ελάφι — Αρτιοδάκτυλο μηρυκαστικό της οικογένειας των ελαφιδών, η οποία υποδιαιρείται σε τέσσερις υποοικογένειες: μοσχίνες, μουντιακίνες, οδοντοκοιλίνες και ελαφίνες. Η τελευταία περιλαμβάνει τα πραγματικά και χαρακτηριστικά ελάφια και τη δάμα. Τα ε.… …   Dictionary of Greek

  • ιοπάρειος — ἰοπάρειος, ον (Μ) αυτός που έχει παρειές με χρώμα ίου, καλλιπάρειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + πάρειος (< παρειά), πρβλ. καλλι πάρειος, λευκο πάρειος] …   Dictionary of Greek

  • ιοστεφής — ές ιοστέφανος* («ιοστεφές άστυ» η Αθήνα με τις μενεξεδένιες αποχρώσεις τού ορίζοντά της). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + στεφής (< στέφος), πρβλ. κισσο στεφής, λευκο στεφής. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Πρωία] …   Dictionary of Greek

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • κοράλλι — Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν… …   Dictionary of Greek

  • λευκόιο — (Leukojum). Γένος μονοκοτυλήδονων φυτών, της οικογένειας των αμαρυλλίδων. Το λ. είναι βολβόριζη πόα με χιτωνοφόρο βολβό, ύψους 10 20 εκ., παράριζα, στενά και γραμμοειδή φύλλα και λεπτό στέλεχος με λευκά άνθη, τα οποία έχουν έξι ωοειδή, ισομεγέθη… …   Dictionary of Greek

  • σεντόνι — το / σινδόνιον, ΝΜΑ, και σιντόνι Ν, και σινδώνιον Α νεοελλ. 1. λεπτό, λευκό ή χρωματιστό ύφασμα μεγάλων διαστάσεων που τοποθετείται πάνω στο στρώμα και κάτω από το κλινοσκέπασμα 2. μτφ. α) μακροσκελές και ανιαρό άρθρο, σχόλιο ή άλλο… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”