- λευκόϊνος
λευκόϊνος, aus Levkoien gemacht, Philod. 22 (XI, 34), μύρον, Hices. bei Ath. XV, 689 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκόϊνος, aus Levkoien gemacht, Philod. 22 (XI, 34), μύρον, Hices. bei Ath. XV, 689 d.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκόινος — λευκόϊνος, ΐνη, ον και λευκόϊος, ον (Α) [λευκόϊον] 1. (για στεφάνι) ο κατασκευασμένος από λευκά ία 2. λευκός … Dictionary of Greek
λευκόινον — λευκόϊνον , λευκόινος made of masc acc sg λευκόϊνον , λευκόινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκοίνους — λευκοΐνους , λευκόινος made of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)