- λευκό-φαιος
λευκό-φαιος, weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-φαιος, weißgrau, aschgrau, σῦκα, Ath. III, 78 a; Poll. 7, 129.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελανόφαιος — μελανόφαιος, ον (Α) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαιός (πρβλ. λευκό φαιος)] … Dictionary of Greek
χυτοσίδηρος — Λέγεται και μαντέμι. Σιδηρούχο προϊόν που αποτελείται από κράμα σιδήρου άνθρακα, με περιεκτικότητα άνθρακα που κυμαίνεται μεταξύ 1,78 και 6%. Το ποσοστό αυτό του άνθρακα παρέχει στον χ. ιδιότητες που τον ξεχωρίζουν από τον χάλυβα, που και αυτός… … Dictionary of Greek
πελαργός — Oνομασία μερικών μεγαλόσωμων καλοβατικών πτηνών, της οικογένειας των πελαργιδών. Ο λευκός π. (cinonia ciconia), τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας, γνωστός ως λελέκι, έχει μήκος 1,30 μ. και άνοιγμα φτερών που μπορεί να ξεπεράσει τα 2,20 μ. Το… … Dictionary of Greek
φαιόχρους — ουν, Ν φαιόχρωμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός + χρους (< χρώς, τός «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. λευκό χρους. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στο περιοδικό Όμηρος] … Dictionary of Greek
φλογόφαιος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χρώμα πυρρό με απόκλιση προς το λευκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + φαιός] … Dictionary of Greek