- λευκό-πηχυς
λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-πηχυς, weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίπηχυς — καλλίπηχυς, υ (Α) 1. αυτός που έχει ωραίους βραχίονες 2. (για βραχίονα) ωραίος («καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πηχυς (< πῆχυς «βραχίων») πρβλ. αγλαό πηχυς, λευκό πηχυς] … Dictionary of Greek
ροδόπηχυς — υ και δωρ. τ. ῥοδόπαχυς και αιολ. τ. Fροδόπαχυς και βροδόπαχυς, Α αυτός που έχει ρόδινα χέρια, ρόδινους βραχίονες (α. «Εὐνίκη ῥοδόπηχυς», Ησίοδ. β. «Ἀῶ τὸν ροδόπαχυν», θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + πῆχυς (πρβλ. λευκό πηχυς, χρυσό πηχυς)] … Dictionary of Greek