- λευκό-πους
λευκό-πους, -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λευκό-πους, -ποδος, weißfüßig, Βάκχαι, mit nackten Füßen; Eur. Cycl. 72; Ar. Lys. 665; Ὀρέστης Anacr. 8, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λορδόπους — λορδόπους, ουν (Μ) αυτός που έχει στραβά πόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λορδός + πούς (πρβλ. λευκό πους, σκληρό πους)] … Dictionary of Greek
φαλιόπους — ουν, Α (κατά τον Ησύχ.) «φαλιόπουν, λευκόπουν». [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλιός «λευκός» + πους (< πούς, ποδός), πρβλ. λευκό πους] … Dictionary of Greek
μολοσσός — Σκύλος εξαιρετικά ρωμαλέος και θαρραλέος, από τον οποίο χαρακτηρίστηκε και ο τύπος των μολοσσοειδών. Κατά την αρχαιότητα υπήρχαν μακεδονικοί και ρωμαϊκοί μολοσσοί· ο σημερινός μ. προέρχεται από μια φυλή που ζει από αιώνες στην Καμπανία της… … Dictionary of Greek