λευκό-πτερος

λευκό-πτερος

λευκό-πτερος, mit weißen Fittigen; ἁμέρα Eur. Tr. 848; Κρησία πορϑμίς Hipp. 752; auch νιφάς, Aesch. Prom. 995.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κουφόπτερος — η, ο (Α κουφόπτερος, ον) νεοελλ. αυτός που διαδίδεται γρήγορα αρχ. αυτός που έχει ανάλαφρα φτερά, που πνέει ελαφρά («κουφόπτεροι αὖραι», Ορφ. Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κουφ(ο) (II)* + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό πτερος, χρυσό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • ξενόπτερος — ξενόπτερος, ον (Μ) αυτός που έχει παράξενα φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό πτερος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικόπτερος — (phoenicopterus). Γένος πτηνών της οικογένειας των φοινικοπτεριδών. Αριθμεί 6 είδη μεγαλόσωμων πουλιών με μικρό κεφάλι και λεπτό, μακρύ λαιμό. Ιδιόμορφη είναι η κατασκευή του ράμφους τους, που είναι μακρύτερο από το κεφάλι τους και σχηματίζει στη …   Dictionary of Greek

  • περκνόπτερος — (percnopterus). Είδος μικρού γύπα, της οικογένειας των Γυπιδών, που έχει λευκό πτέρωμα, με μελανά μερικά φτερά του. Το κεφάλι του είναι γυμνό και κίτρινο. Ο π. ζει στη Μεσόγειο, την Αφρική και σε τμήμα της Ασίας. Τρέφεται με πτώματα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”