- θερμαστίς
θερμαστίς, ίδος, ἡ, besser ϑερμαστρίς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θερμαστίς, ίδος, ἡ, besser ϑερμαστρίς, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] … Dictionary of Greek
θέρμαστις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάστιον — θερμάστιον, τὸ (Α) [θέρμαστις] θερμαστρίδα, μασιά … Dictionary of Greek