θερμαστρίς

θερμαστρίς

θερμαστρίς, ίδος, ἡ, Feuerzange, womit die Schmiede glühende Metalle aufassen, Hesych.; Arist. quaest. mechan. 21. – Ein heftiger Tanz, von der zangenartigen Verschränkung der Füße, Poll. 4, 102; auch ϑερμαυστρίς, Ath. XIV, 629 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… …   Dictionary of Greek

  • θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] …   Dictionary of Greek

  • θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] …   Dictionary of Greek

  • ՋԵՌՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. θερμαίνων calefaciens. Որ ջեռուցանէ. ջեռուցանօղ. ջերմացուցիչ. *Կիզիչս կամ ջեռուցիչս. ջեռուցիչք անուանին (սերովբէք): Ջեռուցիչ եւ սուրբ եւ գերագոյն եռանդն. Դիոն. երկն.: գ. Կամ գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”