- θεριστήρ
θεριστήρ, ῆρος, ὁ, der Schnitter, Ernter, Lycophr. 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεριστήρ, ῆρος, ὁ, der Schnitter, Ernter, Lycophr. 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεριστήρ — θεριστήρ, ὁ (Α) [θερίζω] ο θεριστής … Dictionary of Greek
θεριστῆρος — θεριστήρ mower masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερίζω — (ΑΜ θερίζω) 1. κόβω σιτηρά ή χόρτα με δρεπάνι ή με θεριστική μηχανή («θερίσαντες δ ἂν τὸν σῑτον ἔπλωον», Ηρόδ.) 2. φονεύω ομαδικά, προκαλώ αθρόους θανάτους (α. «τούς θέρισε το πολυβόλο» β. «Ἄρη τὸν ἀρὸτοις θερίζοντα βροτούς», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek
θερίστρια — και θερίστρα, η (ΑΜ θερίστρια) αυτή που θερίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θεριστήρ*] … Dictionary of Greek
θεριστήρι — το (Α θεριστήριον) [θεριστήρ] μικρό θεριστικό δρεπάνι … Dictionary of Greek