- θεριστικός
θεριστικός, = ϑεριστήριος; τὰ ϑεριστικά, die Ernte, δύο ϑεριστικὰ καρπ οῠνται Strab. XVII, 831.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεριστικός, = ϑεριστήριος; τὰ ϑεριστικά, die Ernte, δύο ϑεριστικὰ καρπ οῠνται Strab. XVII, 831.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεριστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστικός — ή, ό (ΑΜ θεριστικός, ή, όν) [θεριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θερισμό, ο χρήσιμος για θερισμό («θεριστική μηχανή») νεοελλ. 1. αυτός που εξολοθρεύει, που αποδεκατίζει («θεριστική βολή» η βολή που γίνεται με διαδοχικές γρήγορες… … Dictionary of Greek
θεριστικός — ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το θερισμό: Θεριστική μηχανή. 2. αυτός που προκαλεί το θάνατο σε πολλούς μαζί: Θεριστική βολή. 3. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., θεριστικά έξοδα του θερισμού: Μου χρωστάει ακόμη τα θεριστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θεριστικά — θεριστικός of neut nom/voc/acc pl θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc/acc dual θεριστικά̱ , θεριστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστικόν — θεριστικός of masc acc sg θεριστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστικήν — θεριστικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεριστικότητα — η [θεριστικός] 1. η ικανότητα για θερισμό 2. η ιδιότητα τής θεριστικής βολής … Dictionary of Greek
πυρολόγος — ον, Α αυτός που μαζεύει, που θερίζει το σιτάρι, θεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + λόγος*] … Dictionary of Greek