- θεραπνίς
θεραπνίς, ίδος, ἡ, = ϑεραπαινίς, Dienerinn, Antp. Thess. 70 (IX, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπνίς, ίδος, ἡ, = ϑεραπαινίς, Dienerinn, Antp. Thess. 70 (IX, 603).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεραπνίς — θεραπνίς, ίδος, ἡ (Α) [θεράπνη] (ποιητ. τ.) η θεραπαινίδα … Dictionary of Greek
θεραπνίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπνίδες — θεραπνίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)