θεραπαινίδιον

θεραπαινίδιον

θεραπαινίδιον, τό, dim. zum Vorigen, Plut. Anton. 29 Luc. Pisc. 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεραπαινίδιον — θεραπαινίδιον, το (Α) υπηρετριούλα («θεραπαινιδίου στολήν λαμβάνουσα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεράπαινα + υποκορ. καταλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον (< χοίρος)] …   Dictionary of Greek

  • θεραπαινίδιον — neut nom/voc/acc sg θεραπαινίς neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινιδίω — θεραπαινίδιον neut nom/voc/acc dual θεραπαινίδιον neut gen sg (doric aeolic) θεραπαινίς neut nom/voc/acc dual θεραπαινίς neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινιδίοις — θεραπαινίδιον neut dat pl θεραπαινίς neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινιδίου — θεραπαινίδιον neut gen sg θεραπαινίς neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινιδίων — θεραπαινίδιον neut gen pl θεραπαινίς neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινίδια — θεραπαινίδιον neut nom/voc/acc pl θεραπαινίς neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπαινιδίωι — θεραπαινιδίῳ , θεραπαινίδιον neut dat sg θεραπαινιδίῳ , θεραπαινίς neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”