- λιπό-βιος
λιπό-βιος, den das Leben verlassen hat, todt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπό-βιος, den das Leben verlassen hat, todt, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιτόβιος — α, ο (Α λιτόβιος, ον) 1. αυτός που ζει λιτά, λιτοδίαιτος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιτόβιο(ν) ο λιτός βίος, η λιτότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιτός (I) + βίος (πρβλ. κοινό βιος, λιπό βιος)] … Dictionary of Greek
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek