- λιπό-νεως
λιπό-νεως, = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λιπό-νεως, = λιπόναυς, B. A. 412; τοὺς λιπόνεως, Dem. 50, 65.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύνεως — εὔνεως, ων (Α) αυτός που έχει πολλά και καλά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + νεως (< ναυς, νεώς), πρβλ. λιπό νεως, περί νεως] … Dictionary of Greek
μεσόνεως — μεσόνεως, ων (Α) (για κουπιά) αυτό που βρίσκεται στο μέσο τού πλοίου («ὥσπερ κώπη μεσόνεως», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ναῦς, νεώς (πρβλ. λιπό νεως, περί νεως)] … Dictionary of Greek
περίνεως — ων, Α 1. αυτός που δεν εκτελεί καμιά εργασία στο πλοίο, ο επιβάτης 2. στον πληθ. οἱ περίνεῳ οι επί πλέον ναύτες, οι εφεδρικοί 3. κάθε περιττό σκεύος στο πλοίο 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίνεων καθεμιά από τις πλευρές τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * … Dictionary of Greek
πρωτόνεως — ω, Α (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) αυτός που για πρώτη φορά ταξιδεύει ή ταξίδεψε με πλοίο προς έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ναῦς, νεώς «πλοίο» (πρβλ. λιπό νεως)] … Dictionary of Greek