- λεπτο-δερμία
λεπτο-δερμία, ἡ, dünne, seine Haut, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτο-δερμία, ἡ, dünne, seine Haut, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οστοδερμία — ὀστοδερμία, ἡ (Μ) τα οστά και το δέρμα μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + δερμία (< δερμος < δέρμα), πρβλ. λεπτο δερμία] … Dictionary of Greek