λεπτο-μερής

λεπτο-μερής

λεπτο-μερής, ές, aus seinen Theilen bestehend, zusammengesetzt, seintheilig, Tim. Locr. 100 e; im superlat., 98 d, vom Feuer, wie Arist. de coel. 3, 5 de mund. 2, 10; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 40; λεπτομερέστατον ὕδωρ D. Sic. 2, 36; οἶνος Ath. I, 26 a. – Adv. λεπτομερῶς ζητεῖν, die einzelnen Theile genau betrachtend, Schol. Plat. Rep. VII p. 354, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

  • παχυμερής — ές, ΝΑ υλιστικός, πεζός, προσηλωμένος στα εγκόσμια αρχ. 1. αυτός που αποτελείται από παχιά ή αδρά μέρη, σωματώδης, εύσωμος 2. σωματικός, υλικός 3. πρόχειρος και χονδρικός, κατά προσέγγιση 4. μτφ. παχύς 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ παχυμερές το πυκνό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”