- λεπτό-χρως
λεπτό-χρως, ωτος, mit dünner, feiner Haut, Eur. bei Cic. ad fam. 16, 8, emend. für λεπτῷ χρωτί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτό-χρως, ωτος, mit dünner, feiner Haut, Eur. bei Cic. ad fam. 16, 8, emend. für λεπτῷ χρωτί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μελάγχρους — και μελανόχρους ουν (ΑM μελάγχρους και μελανόχρους ουν, Α και μελάγχροος, οον και μελανόχροος και μελανίχροος, οον και μελάγχρως, ων και μελανόχρως, ὁ, ἡ, και μέλαγχρος, ον) μαυρειδερός, μελαχρινός, μελαψός, ηλιοκαμένος («μελάγχροές εἰσι καὶ… … Dictionary of Greek
λεπτόχρως — λεπτόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει λεπτό δέρμα, λεπτή επιδερμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + χρως (< χρώς, χρωτός), πρβλ. ξανθό χρως, ροδό χρως] … Dictionary of Greek
παρθενόχρως — ωτος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει παρθενικό, λεπτό, ωραίο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρθένος + χρως, ωτός «χρώμα»] … Dictionary of Greek