λεπτό-φλοιος

λεπτό-φλοιος

λεπτό-φλοιος, mit dünner, feiner Rinde, Theophr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • κακόφλοιος — κακόφλοιος, ον (Α) αυτός που έχει κακό φλοιό, κακή φλούδα ή κακό τσόφλι, κακόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + φλοιος (< φλοιός), πρβλ. λεπτό φλοιος, ομοιό φλοιος] …   Dictionary of Greek

  • υγρόφλοιος — ον, Μ αυτός που έχει υγρό, μαλακό φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + φλοιός (πρβλ. λεπτό φλοιος, ξηρό φλοιος)] …   Dictionary of Greek

  • τραχύφλοιος — η, ο / τραχύφλοιος, ον, ΝΑ αυτός που έχει τραχύ φλοιό. [ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + φλοιός (πρβλ. λεπτό φλοιος)] …   Dictionary of Greek

  • εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… …   Dictionary of Greek

  • γή — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …   Dictionary of Greek

  • λεπτόφλοιος — ο (Α λεπτόφλοιος, ον) αυτός που έχει λεπτό φλοιό, λεπτόφλουδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + φλοιός (πρβλ. λειό φλοιος, ρηξί φλοιος)] …   Dictionary of Greek

  • μανταρινιά — Κοινή ονομασία του φυτού Citrus reticulata της οικογένειας των ρουτιδών (δικοτυλήδονα). Κατάγεται από την Κίνα και την Ινδοκίνα, όπου καλλιεργείται για 4.000 χρόνια περίπου, και απ’ όπου εισήχθη στις μεσογειακές χώρες κατά τις αρχές του 19ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • τανύφλοιος — ον, Α (για δένδρα) 1. αυτός που έχει φλοιό ο οποίος εκτείνεται σε μεγάλο μήκος ή αυτός που έχει λεπτό φλοιό 2. (κατ. επέκτ.) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού αμάρτυρου επιθ. *τανύς (βλ. λ. τείνω) + φλοιός (πρβλ. δασυ φλοιος). Για το θ. τού α… …   Dictionary of Greek

  • μίσχος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 85 μ., 724 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (Α μίσχος και μίσκος) το λεπτό στέλεχος με το οποίο συνδέεται το φύλλο και ο καρπός με τον βλαστό τού φυτού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”