- λεπτυντικός
λεπτυντικός, dünner, seiner machend, Diosc.; ὁ χύλὸς λεπτυντικός ἐστιν αἵματος Ath. II, 59 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτυντικός, dünner, seiner machend, Diosc.; ὁ χύλὸς λεπτυντικός ἐστιν αἵματος Ath. II, 59 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτυντικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικός — ή, ό (Α λεπτυντικός, ή, όν) [λεπτύνω] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λέπτυνση ή αυτός που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να λεπταίνει, απισχαντικός («δύναμιν ἔχει σταλτικήν, λεπτυντικήν, νομὴν ἐφεκτικήν», Διοσκ.) … Dictionary of Greek
λεπτυντικά — λεπτυντικός of neut nom/voc/acc pl λεπτυντικά̱ , λεπτυντικός of fem nom/voc/acc dual λεπτυντικά̱ , λεπτυντικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικώτερον — λεπτυντικός of adverbial comp λεπτυντικός of masc acc comp sg λεπτυντικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικωτάτων — λεπτυντικός of fem gen superl pl λεπτυντικός of masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικωτέρων — λεπτυντικός of fem gen comp pl λεπτυντικός of masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικῶν — λεπτυντικός of fem gen pl λεπτυντικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικόν — λεπτυντικός of masc acc sg λεπτυντικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικαῖς — λεπτυντικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικαί — λεπτυντικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεπτυντικοῖς — λεπτυντικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)