- λεπτυσμός
λεπτυσμός, ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτυσμός, ὁ, = λέπτυνσις, Sp., bes. von den Reihen der Soldaten, Arr. tact. 49; vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λεπτυσμός — λεπτυσμός, ὁ (Α) [λεπτύνω] 1. το αποτέλεσμα τού λεπταίνω, η λέπτυνση, η εκλέπτυνση, η απίσχνανση 2. (για στρατιωτ. μονάδα ή σχηματισμό) αραίωση («λεπτυσμός ὅταν τὸ βάθος τῆς φάλαγγος συναιρῆται καὶ ἀντὶ τῶν ιστ ἀνδρῶν ἐλάττους γένωνται», Αιλιαν.) … Dictionary of Greek