λαρκίδιον — και λαρκίον, τὸ (Α) [λάρκος] μικρό κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων … Dictionary of Greek
ναρκίον — ναρκίον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀσκόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται μάλλον με τα λάρκος, λαρκίον, νάρναξ και όχι με το νάρκη] … Dictionary of Greek