- λαρκίδιον
λαρκίδιον, τό, dim. v. λάρκος, Ar. Ach. 340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρκίδιον, τό, dim. v. λάρκος, Ar. Ach. 340.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαρκίδιον — και λαρκίον, τὸ (Α) [λάρκος] μικρό κοφίνι για τη μεταφορά ξυλοκάρβουνων … Dictionary of Greek
λαρκίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαρκίδια — λαρκίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)