θαρσώ

θαρσώ

θαρσώ, οῦς, ἡ, die Muthige, Beiname der Athene, Schol. Il. 5, 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Θαρσώ — (I) Θαρσώ, οῦς, ἡ (Α) [θάρσος] όνομα τής Αθηνάς …   Dictionary of Greek

  • θαρσώ — (II) θαρσῶ, έω (Α) θαρρώ* …   Dictionary of Greek

  • θαρσῶ — θαρσέω to be of good courage pres subj act 1st sg (attic epic doric) θαρσέω to be of good courage pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • αναθαρρώ — ( έω) (Α ἀναθαρρῶ και θαρσώ) ξαναπαίρνω θάρρος, εμψυχώνομαι αρχ. δίνω θάρρος, ενθαρρύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + θαρρῶ, θαρσῶ. ΠΑΡ. αναθάρρηση( ις) αρχ. μσν. ἀνα θάρσησις] …   Dictionary of Greek

  • επιθαρσώ — ἐπιθαρσῶ και ἐπιθαρρῶ, έω (AM) έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον αρχ. 1. παίρνω θάρρος να αντισταθώ 2. ριψοκινδυνεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θαρσώ < θάρσος «θάρρος»] …   Dictionary of Greek

  • θάρσησις — θάρσησις, ήσεως, ή [θαρσώ] (Α) το να λαμβάνει κανείς θάρρος από κάτι, η πεποίθηση για κάποιο πράγμα («θάρσησις ταῑς ναυσί», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • θάρσος — θάρσος, το (AM) θάρρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θάρσος (αττ. θάρρος) με τα παράγωγα της καθώς και τους τ. που εμφανίζουν το ίδιο θέμα συνιστούν μια οικογένεια λέξεων, τών οποίων αντίστοιχα απαντούν και σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Στην Ελληνική άλλοι τ. έχουν θ.… …   Dictionary of Greek

  • καταθαρσώ — καταθαρσῶ, έω (AM, Α και αττ. τ. καταθαρρῶ) μσν. δίνω θάρρος αρχ. 1. έχω πεποίθηση, εμπιστοσύνη 2. κάνω κάποιον τολμηρό 3. φέρομαι τολμηρά και θαρραλέα εναντίον κάποιου 4. παθ. καταθαρσοῡμαι, έομαι (για έγγραφο) έχω βεβαίωση, κύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • προσθαρρώ — και προσθαρσῶ, έω, ΜΑ έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + θαρρῶ / θαρσῶ (< θάρρος/ θάρσος)] …   Dictionary of Greek

  • υπερθαρσώ — και αττ. τ. ὑπερθαρρῶ, έω, Α έχω υπερβολική εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + θαρσῶ / θαρρῶ «έχω θάρρος, έχω εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”