- παρα-κυλίω
παρα-κυλίω (s. κυλίω), nebenbei, vorbei rollen, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-κυλίω (s. κυλίω), nebenbei, vorbei rollen, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ολοοίτροχος — ὀλοοίτροχος και ὀλοίτροχος και ὁλοίτροχος, ὁ (Α) 1. στρογγυλός και κυλινδρικός ογκώδης λίθος σαν αυτούς που οι πολιορκούμενοι κυλούσαν κατά τών πολιορκητών («προσιόντων τῶν βαρβάρων πρὸς τὰς πύλας ὀλοιτρόχους ἀπίεσαν», Ηρόδ.) 2. ως επίθ.… … Dictionary of Greek
παρεισκυλίοντες — παρεισκυλί̱οντες , παρά , εἰσ κυλίω roll pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)