- παρα-γυμνάζω
παρα-γυμνάζω, daneben üben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
παρα-γυμνάζω, daneben üben, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek