- λύμαξ
λύμαξ, ακος, = πέτρα, Hesych.; man leitet davon das lat. lumectus u. lumarius ab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύμαξ, ακος, = πέτρα, Hesych.; man leitet davon das lat. lumectus u. lumarius ab.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
Λύμαξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύμαξ — Ονομασία ποταμού της Φιγαλίας κατά την αρχαιότητα, που εξέβαλλε στον Νέδα. Στο σημείο αυτό υπήρχαν θερμά νερά και το ιερό της θεάς Ευρυνόμης, που ήταν μισή γυναίκα και μισή ψάρι. Η παράδοση αναφέρει ότι η Ρέα με τις νύμφες είχαν πλύνει τον Δία… … Dictionary of Greek
Λύμακες — Λύμαξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύμακι — Λύμαξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύμα — (I) το (AM λῡμα) συν. στον πληθ. 1. ακαθαρσία τού σώματος, ρύπος που ξεπλύθηκε, ξέπλυμα, απόπλυμα 2. τα ακάθαρτα νερά που απομένουν από το πλύσιμο («ἔκλυζεν ποταμῷ λύματα», Καλλ.) 3. οι περιττωματικές ουσίες μιας πόλης ή οικοδομής οι οποίες… … Dictionary of Greek