- θύννα
θύννα, ἡ, nach E. M. 459, 25 das Weibchen des Thunfisches; Antiphan. Hippon. Ath. VII, 304 b; Opp. H. 1, 756.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύννα, ἡ, nach E. M. 459, 25 das Weibchen des Thunfisches; Antiphan. Hippon. Ath. VII, 304 b; Opp. H. 1, 756.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύννα — θύννα, ἡ (ΑΜ) ο θηλυκός τόν(ν)ος, (το ψάρι),αλλ. θυννίς. [ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. παράλλ. τ. τού θύννος*] … Dictionary of Greek
θυννάς — θυννάς, ἡ (Α) μικρή θύννα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννα κατά τα καρκιν άς, περκ άς] … Dictionary of Greek
θυννίς — και θύννα, ἡ (Α) βλ. θύννος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού θύννος κατά τα αλεκτορ ίς, θυγατρ ίς] … Dictionary of Greek
θύννος — Άλλη ονομασία του ψαριού τόνος (βλ. λ.), της ποικιλίας μαγιάτικο. Από την ονομασία του προέρχεται η λέξη θυννείο, που σημαίνει θαλάσσιο χώρο κοντά σε ακτή, με ρηχά νερά, που είναι περιφραγμένος με δίχτυα για το ψάρεμα κυρίως θ. * * * ο (ΑΜ θύννος … Dictionary of Greek