θύμβρα

θύμβρα

θύμβρα, , ein bitteres, gewürziges Kraut, satureia, Theophr., Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύμβρα — θύμβρᾱ , θύμβρα savory fem nom/voc/acc dual θύμβρᾱ , θύμβρα savory fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θύμβρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύμβρα — Θύμβρᾱ , Θύμβρης masc nom/voc/acc dual Θύμβρης masc voc sg Θύμβρᾱ , Θύμβρης masc voc sg (attic) Θύμβρᾱ , Θύμβρης masc gen sg (doric aeolic) Θύμβρης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμβρα — και θύμβρη, ἡ (Α) το θρούμπι. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το θύμον «θυμάρι», οπότε το δ θα πρέπει να ερμηνευθεί ως ανάπτυξη συνοδίτη φθόγγου μεταξύ τών μ και ρ (πρβλ. *γαμρός > γαμβρός). Απίθανη η σύνδεση του με το τύφω, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • θύμβρᾳ — θύμβραι , θύμβρα savory fem nom/voc pl θύμβρᾱͅ , θύμβρα savory fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύμβρᾳ — Θύμβραι , Θύμβρης masc nom/voc pl Θύμβρᾱͅ , Θύμβρης masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύμβρη ή Θύμβρα — Αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στα ΝΑ της Τροίας. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, η ονομασία αυτή δόθηκε από τον Δάρδανο, προς τιμή του συντρόφου του Θυμβραίου. Όπως αναφέρει ο Στράβωνας, κοντά στο σημείο της συμβολής του Σκάμανδρου και του… …   Dictionary of Greek

  • θύμβρας — θύμβρᾱς , θύμβρα savory fem acc pl θύμβρᾱς , θύμβρα savory fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμβραν — θύμβρᾱν , θύμβρα savory fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύμβρας — Θύμβρᾱς , Θύμβρης masc acc pl Θύμβρᾱς , Θύμβρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θύμβραν — Θύμβρᾱν , Θύμβρης masc acc sg (attic epic doric aeolic) Θύμβρης masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύμβρη — θύμβρα savory fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”