θύελλα

θύελλα

θύελλα, ἡ (ϑύω), Sturm, Wirbelwind; oft bei Hom., auch ἀνέμοιο ϑ. u. ἀνέμων ϑ., Od. 5, 316. 10, 54, wie Eur. Cyel. 109; ποντία Soph. O. C. 1656; ein wegreißender, entraffender, Πανδαρέου κούρας ἀνέλοντο ϑύελλαι Od. 20, 66; τοὺς δ' αἶψ' ἁρπάξασα φέρεν πόντονδε ϑ. 10, 47; πάντα συναρπάσας ϑύελλ' ὅπως βέβηκας Soph. El. 1140. Uebertr., ἄτης ϑ. Aesch. Ag. 793. Aber πυρὸς ϑύελλα, Od. 12, 67, scheint Sturm mit Blitzen zu sein; vgl. jedoch φλογὶ ἶσοι ἠὲ ϑυέλλῃ, Il. 13, 39, u. ἴκελοι πυρὶ ἠὲ ϑ., Hes. Sc. 345.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυέλλα — θυέλλᾱ , θύελλα hurricane fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλα — hurricane fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλα — η 1. άγρια βροχή με δυνατό αέρα. 2. μτφ., ταραχή, διέγερση: Προκάλεσε θύελλα με τα λόγια του. 3. γεγονός καταστρεπτικό, πόλεμος: Προμηνύεται θύελλα. – Ξέσπασε θύελλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …   Dictionary of Greek

  • θυέλλας — θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem acc pl θυέλλᾱς , θύελλα hurricane fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλ' — θύελλα , θύελλα hurricane fem nom/voc sg θύελλαι , θύελλα hurricane fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυελλῶν — θύελλα hurricane fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλαις — θύελλα hurricane fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλαισιν — θύελλα hurricane fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλης — θύελλα hurricane fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυέλλῃ — θύελλα hurricane fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”