- λύτειρα
λύτειρα ἡ, fem. zum Folgdn, Orph. H. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύτειρα ἡ, fem. zum Folgdn, Orph. H. 9, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύτειρα — λύτειρα, ἡ (Α) βλ. λυτήρ … Dictionary of Greek
λυτήρ — λυτήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. λύτειρα (Α) 1. λυτρωτής («τῶνδε πόνων ἐμοι τὰ μελέα λυτήρ», Ευρ.) 2. διαιτητής, κριτής («πικρὸς λυτὴρ νεικέων», Αισχύλ.) 3. καταστροφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λύ τού λύω + επίθημα τήρ (πρβλ. κλη τήρ, τιμη τήρ)] … Dictionary of Greek
λυτηριάς — λυτηριάς, άδος, ἡ (Α) [λυτήριος] λύτειρα* … Dictionary of Greek