- θύτις
θύτις, ἡ, fem. zu ϑύτης, Priesterinn, Hesych., Erkl. von ἱρήτειρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύτις, ἡ, fem. zu ϑύτης, Priesterinn, Hesych., Erkl. von ἱρήτειρα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύτις — θύτις, ιδος, ἡ (Α) ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θύτης (< θύω (I)] … Dictionary of Greek
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek