θύσκη, ἡ, Räuchergefäß, VLL. ἡ σκάφη ἡ δεχομένη τὰ ϑύματα. S. ϑυΐσκη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύσκη — θύσκη, ἡ (Α) [θύος] (κατά το Μ. Ε.) «σκάφη ἡ τά θύματα δεχόμενη άπό τοῡ θύω» … Dictionary of Greek
θυσκάριον — θυσκάριον, τὸ (Α) υποκορ. τού θύσκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσκη + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, σημειωματ άριον)] … Dictionary of Greek