- θύρᾱσι
θύρᾱσι, draußen vor der Thür; Ar. Vesp. 891 Lys. 353 u. öfter; Eur. El. 1074; außerhalb des Landes, Soph. O. C. 402, v. l. ϑύραισι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύρᾱσι, draußen vor der Thür; Ar. Vesp. 891 Lys. 353 u. öfter; Eur. El. 1074; außerhalb des Landes, Soph. O. C. 402, v. l. ϑύραισι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θύρασι(ν) — (Α) [θύρα] επίρρ. 1. έξω, στην πόρτα, εμπρός στην πόρτα 2. έξω από το σπίτι ή από τη χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού θύρα με σημασία τοπικού επιρρ.] … Dictionary of Greek
θύρασι — θύρᾱσι , θύρασι at the door indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αθήνησι(ν) — Ἀθήνησι(ν) και Ἀθήνῃσι(ν) επίρρ. (Α) εν Αθήναις, στην Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ἀθήν ησι, τοπική πτώση τού κυρίου ονόματος Ἀθῆναι. Ο τ. Ἀθήνησι ανήκει σ’ έναν περιορισμένο αριθμό τύπων, που αποτελούν υπολείμματα τής ινδοευρωπαϊκής τοπικής πτώσεως (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Ολυμπίασι — ὀλυμπίασι και ὀλυμπιάσι και ὀλυμπίαθι (Α) επίρ. στην Ολυμπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπική πτώση τού Ὀλυμπία με σημ. τοπικού επιρρ. (πρβλ. θύρασι, Μουνυχίασι)] … Dictionary of Greek
θύρα — Άνοιγμα των εξωτερικών ή των εσωτερικών τοίχων ενός κτιρίου ή ενός τείχους, που επιτρέπει τη διάβαση ανθρώπων ή οχημάτων και συνήθως κλείνεται με ένα ή περισσότερα θυρόφυλλα. Στην αρχαιότητα η θ. ήταν χώρος ιερός ή μαγικός, γι’ αυτό και οι θ. των … Dictionary of Greek
ώρασι(ν) — και ὥρας Α επίρρ. στον κατάλληλο καιρό, επίκαιρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Παλαιά τοπική πτώση τής λ. ὥρα με επιρρμ. χρήση (πρβλ. θύρασι, Ἀθήνησι)] … Dictionary of Greek
θύρασιν — θύρᾱσιν , θύρασι at the door nu̱movable indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)