θύρηθε

θύρηθε

θύρηθε, ion. u. ep. für ϑύραϑεν, draußen vor der Thür, Od. 14, 352.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύρηθ' — θύρηθε , θύραθεν from outside the door epic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύραθεν — (ΑΜ θύραθεν, Α και επικ. τ. θύρηθε) επίρρ. 1. απ έξω από την πόρτα, από τα έξω προς τα μέσα 2. φρ. εκκλ. «ὁ θύραθεν» αυτός που βρίσκεται έξω από τη χριστιανική πίστη, ο εθνικός, ο ειδωλολατρικός 3. φρ. εκκλ. «ἡ θύραθεν παιδεία» η κλασική παιδεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”