- λύπημα
λύπημα, τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύπημα, τό, Kränkung, Schmerz; ἔχω Soph. Trach. 551; D. C. 55. 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λύπημα — pain neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύπημα — ήματος και ημάτου, το (Α λύπημα, ήματος) [λυπώ] 1. λύπη, θλίψη, πόνος («πολλά δὲ καὶ τῶν δειλοτάτων καὶ ἀσθενεστάτων λυπήμασί τε καὶ φόβοις καὶ ἐκταράττεται καὶ παροξύνεται», Δίων Κάσσ.) 2. αντικείμενο λύπης (α. «λυπήσου, λυπήσου, έγινα τού… … Dictionary of Greek
λυπημάτων — λύπημα pain neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήμασι — λύπημα pain neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυπήματα — λύπημα pain neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)