- θόρνυμαι
θόρνυμαι, = ϑρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν ϑορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι ϑόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόρνυμαι, = ϑρώσκω, sich begatten; ἐπεὰν ϑορνύωνται κατὰ ζεύγεα Her. 3, 109; Nic. Ther. 130; p. bei Eust. Il. 1057. – Pass. ist Theol. arithm. p. 45, 35 ὁ γόνος τῷ ἄῤῥενι ϑόρνυται εἰς τὴν γυναικείαν μήτραν.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θόρνυμαι — (Α) (για ζώα) βατεύω, οχεύω, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Θόρ νυ μαι < θ. θορ τού αορ. έ θορ ον τού θρῴσκω*] … Dictionary of Greek
θορνύωνται — θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl θόρνυμαι pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένου — θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνυμένους — θόρνυμαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θορνύμενα — θόρνυμαι pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυσθαι — θόρνυμαι pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θόρνυται — θόρνυμαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθόρνυτο — θόρνυμαι imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνυμένων — ἐπί θόρνυμαι pres part mp fem gen pl ἐπί θόρνυμαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιθορνύοιντο — ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl ἐπί θόρνυμαι pres opt mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιθόρνυμαι — ἐπιθόρνυμαι (Α) εκσπερματίζω, οχεύω, βατεύω (συν. για άρρενα ζώα). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θόρνυμαι «ορμώ, πηδώ»] … Dictionary of Greek