- λωβήτωρ
λωβήτωρ, ορος, ὁ, = λωβητήρ, sp. D., wie Nic. Al. 536, Man. 6, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωβήτωρ, ορος, ὁ, = λωβητήρ, sp. D., wie Nic. Al. 536, Man. 6, 211.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωβήτωρ — λωβήτωρ, ορος, ὁ (Α) λωβητήρ,* βλαβερός, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα τωρ (πρβλ. ηγή τωρ, νική τωρ)] … Dictionary of Greek
λωβήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήτορα — λωβήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήτορας — λωβήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λωβήτορι — λωβήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λώβα — και λούβα και λώβη, η (AM λώβη, Μ και λώβα και λούβα) η νόσος λέπρα αρχ. 1. κακή μεταχείριση, κακοποίηση («λώβη τε καὶ διαφθορά», Πλάτ.) 2. προσβολή, χλευασμός, ατίμωση, ύβρη («τίσετε λώβην» θα τιμωρηθείτε για την προσβολή, Ομ. Ιλ.) 3.… … Dictionary of Greek