θωίη

θωίη

θωίη, , Archil. frg. 104 bei E. M. 26, 24, = Vorigem.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θωιή — θωϊή, ἡ (Α) ιων. τ. τού θωή* …   Dictionary of Greek

  • θωιή — θωή penalty fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωή — θωή, αττ. τ. θωά και ιων. τ. θωϊή, ἡ (Α) ποινή, τιμωρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ρίζα *dhē «τοποθετώ» ( θη ) τού. τί θη μι, τής οποίας εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα θω . Σχηματίζεται με την κατάλ. ιά, η οποία διασώζεται στον ιων. τ. θωιή (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θώια — θώια, τὰ (Α) επιγρ. χρηματικό πρόστιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θωιή, ιων. παράλλ. τ. τού θωή* με μεταβολή γένους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”