λωγάς

λωγάς

λωγάς, άδος, ἡ, wie λαικάς, geiles Weib, Hure, Hesych. Vgl. λωγάνιοι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λωγάς — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πόρνη». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το λωγάνιον* και εμφανίζει επίθημα ας, άδος, ενώ για την παρόμοια σημασιολογική εξέλιξη, από «δέρμα» με σημ. «πόρνη», πρβλ. κασαλβάς, κασαυράς, κασωρίς, λατ. scortum. Επίσης συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • лагода — мир, порядок, устройство , лаготина, лагощи мн. лакомства, сласти , укр. лагода, лагiд, род. п. лагоду мир, кротость , сербохорв. ла̏года удобство , словен. lagoda низкое качество; низость, шаловливость , lagod ж. удобство , lagota резвость,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • λήγω — (AM λήγω) 1. λαμβάνω πέρας, παρέρχομαι, τελειώνω (α. «η προθεσμία υποβολής τών δηλώσεων λήγει στο τέλος τής εβδομάδας» β. «ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δὲ ἄρξομαι» Ομ. Ιλ. γ. «καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῡτα ἦν τοῡ χειμῶνος λήγοντος», Θουκ.) 2. (αμτβ.) καταλήγω,… …   Dictionary of Greek

  • λωγάλιοι — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἀστράγαλοι ἢ πόρνοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. με σημ. «αστράγαλος» συνδέεται πιθ. με το λέγω «συλλέγω», πρβλ. και λογάδες (λίθοι) «κυλιόμενες πέτρες» και λώγη. Για το επίθημα λιοι, πρβλ. αστράγαλος, κροκάλη. Η λ. με σημ. «πόρνοι»… …   Dictionary of Greek

  • (s)lēg- : (s)lǝg- and (s)leg- —     (s)lēg : (s)lǝg and (s)leg     English meaning: weak, feeble     Deutsche Übersetzung: ‘schlaff, matt sein” (from “loslassen”), from ‘schlaff” about “weichlich” also “wollũstig”     Note: nasal. (s)leng (= leng ‘swing, waver”?)     Material …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”