λωβός

λωβός

λωβός, = λωβητός, E. M. 570, 37, zw. – Bei den Byzant. = der Aussätzige. Vgl. λώβη.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λωβός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβός — ή, ό (AM λωβός, ή, όν) λεπρός, λωβιάρης νεοελλ. 1. (για καρπό) κακής ποιότητας, ελαττωματικός 2. (για πρόσ.) α) αδύνατος β) ανάπηρος γ) ανάξιος λόγου, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός < λώβα «λέπρα»] …   Dictionary of Greek

  • λωβόν — λωβός masc acc sg λωβός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβοῖς — λωβός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβοί — λωβός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβούς — λωβός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβέ — λωβός masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβή — λωβός fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβήν — λωβός fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβῶν — λώβη outrage fem gen pl λωβάζω fut part act masc voc sg λωβάζω fut part act neut nom/voc/acc sg λωβάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) λωβός fem gen pl λωβός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωβοκομείο — το λεπροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λωβός «λεπρός» + κομεῖο (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο κομείο, νοσο κομείο. Η λ., στον λόγιο τ. λωβοκομεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”