- λωπο-δυσία
λωπο-δυσία, ἡ, Kleiderdiebstahl, s. λωποδύτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λωπο-δυσία, ἡ, Kleiderdiebstahl, s. λωποδύτης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηλιοδυσία — ἡλιοδυσία, ἡ (Α) η δύση του ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + δυσια (< δυτης < δύω), πρβλ. λωπο δυσία] … Dictionary of Greek