- θωπεία
θωπεία, ἡ, die Schmeichelei; Eur. Or. 869; Ar. Equ. 887; λόγων Plat. Legg. X, 908 b, öfter, immer im plur.; von Pferden, ϑωπείας καὶ ϑεραπείας δεόμενοι Xen. Hipp. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωπεία, ἡ, die Schmeichelei; Eur. Or. 869; Ar. Equ. 887; λόγων Plat. Legg. X, 908 b, öfter, immer im plur.; von Pferden, ϑωπείας καὶ ϑεραπείας δεόμενοι Xen. Hipp. 3, 12.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θωπεία — θωπείᾱ , θωπεία flattery fem nom/voc/acc dual θωπείᾱ , θωπεία flattery fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπείᾳ — θωπείᾱͅ , θωπεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπεία — ἡ (Α θωπεία) [θωπεύω] 1. κολακεία, υπερβολική περιποίηση, γαλιφιά, καλόπιασμα 2. χάδι, χάιδεμα, χαϊδολόγημα, τρυφερή εκδήλωση (α. «μητρικές θωπείες» β. «ερωτικές θωπείες») … Dictionary of Greek
θωπεία — η 1. χάδι, τρυφερότητα: Ανταλλάζουν θωπείες. – Αφήστε τις θωπείες. 2. κολακεία, γαλιφιά: Όταν βλέπει το διευθυντή του είναι όλο θωπείες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θωπείας — θωπείᾱς , θωπεία flattery fem acc pl θωπείᾱς , θωπεία flattery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπείαι — θωπείᾱͅ , θωπεία flattery fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπείαν — θωπείᾱν , θωπεία flattery fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπειῶν — θωπεία flattery fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπεῖαι — θωπεία flattery fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θωπείαις — θωπεία flattery fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επάφημα — ἐπάφημα, το (Α) επαφή, θωπεία, χάδι … Dictionary of Greek