θυήλημα

θυήλημα

θυήλημα, τό, bei Theophr. f. L. für ϑύλημα.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυήλημα — και ιων. τ. θυάλημα, και διάφ. τ. θύλημα*, τὸ (Α) [θυηλούμαι] ιερή προσφορά, θυσία …   Dictionary of Greek

  • θυηλήματα — θυήλημα sacrificial offering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύλημα — και θυήλημα, τὸ (Α)·1. αυτό που προσφέρεται, η ιερή προσφορά, η θυσία 2. συν. στον πληθ. τὰ θυλήματα το θυμίαμα, τα πλακούντια*. [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. τού θυήλημα < θυηλούμαι] …   Dictionary of Greek

  • θυάλημα — θυάλημα, τὸ (Α) ιων. τ. τού θυήλημα* …   Dictionary of Greek

  • θύημα — θύημα, τὸ (Α) 1. θυήλημα*, ιερή προσφορά, θυσία 2. (κατά τον Ιπποκρ.) «αρώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου παρ. ρ. *θυάω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”