θυήεις

θυήεις

θυήεις, εσσα, εν, von Opfern, Weihrauch duftend, βωμός, Il. 9, 48. 23, 148 Od. 8, 363; Hes. Th. 557; von Hermes Windeln, H. h. Merc. 237.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θυήεις — θυήεις, εσσα, εν (Α) 1. (κυρίως ως επίθ. τού ουσ. βωμός) αυτός που αναδίδει ευχάριστη οσμή από καπνό θυμιάματος ή θυσίας (βωμός τε θυήεις», Ομ. Ιλ.) 2. ευώδης («θυήεντα σπάργανα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύος + κατάλ. ήεις (πρβλ. αιγλ ήεις, πετρ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • θυήεις — smoking with incense masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυῆεν — θυήεις smoking with incense masc voc sg θυήεις smoking with incense neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυήεντας — θυήεις smoking with incense masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυήεντ' — θυήεντα , θυήεις smoking with incense neut nom/voc/acc pl θυήεντα , θυήεις smoking with incense masc acc sg θυήεντι , θυήεις smoking with incense masc/neut dat sg θυήεντε , θυήεις smoking with incense masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… …   Dictionary of Greek

  • αργήεις — ἀργήεις, εσσα, εν και ἀργάεις και ἀργᾷς ( ᾱντος) (Α) 1. λευκός («ταῡρον ἀργᾱντα»(«ἐν ἀργάεντι μαστῷ», Πίνδ.) 2. αστραφτερός, στιλπνός («ἀρνῆντα χαλινό», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. αργή τού αργής*, τ. επιτεταμένος με το επίθημα Fεντ (πρβλ. δενδρήεις …   Dictionary of Greek

  • θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • θυηέντων — θυάω rut pres part act masc/neut gen pl θυήεις smoking with incense masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • dheu-4, dheu̯ǝ- (dhu̯ē-, extended dhuē̯ -k-, dhuē̯ -̆ s-) —     dheu 4, dheu̯ǝ (dhu̯ē , extended dhuē̯ k , dhuē̯ ̆ s )     English meaning: to reel, dissipate, blow, *smoke, dark, gray, deep etc.     Deutsche Übersetzung: ‘stieben, wirbeln, especially von Staub, Rauch, Dampf; wehen, blow, Hauch, Atem;… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”