- θυλάς
θυλάς, άδος, ἡ, = ϑύλακος, σκιπίωνι συνέμπορος Antp. Sid. 82 (VII, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυλάς, άδος, ἡ, = ϑύλακος, σκιπίωνι συνέμπορος Antp. Sid. 82 (VII, 413).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυλάς — θυλάς, άδος, ἡ (Α) ο θύλακας* … Dictionary of Greek