- θυηλήσασθαι
θυηλήσασθαι, Poll. 1, 27, opfern, s. ϑυλέομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυηλήσασθαι, Poll. 1, 27, opfern, s. ϑυλέομαι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυηλήσασθαι — θυηλέομαι aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)