- θυεία
θυεία, ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 ϑύεια, von ϑύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch ϑυία u. ϑυΐα geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυεία, ἡ, der Mörser (nach E. M. 412, 5 ϑύεια, von ϑύω, gewaltig stampfen?), Ar. Nubb. 666 u. öfter. Auch ϑυία u. ϑυΐα geschrieben.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυεία — θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc/acc dual (ionic) θυείᾱ , θυεία mortar fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείᾳ — θυείᾱͅ , θυεία mortar fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυεία — και ιων. τ. θυείη και μτγν τ. θυία και θυΐα και θυΐη, ἡ (Α) [θύος] 1. γουδί («θυία οστρακίνη» ιατρικό γουδί) 2. μετάλλινη λεκάνη με την οποία έπαιζαν το παιγνίδι κότταβος* 3. πάπ. ελαιοπιεστήριο οικιακής χρήσεως για σύνθλιψη ελαιωδών σπόρων ή… … Dictionary of Greek
θυείας — θυείᾱς , θυεία mortar fem acc pl (ionic) θυείᾱς , θυεία mortar fem gen sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείαν — θυείᾱν , θυεία mortar fem acc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείαις — θυεία mortar fem dat pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείην — θυεία mortar fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείης — θυεία mortar fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυείῃ — θυεία mortar fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Arcadocypriot Greek — Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group … Wikipedia
θυΐς — θυΐς, ἡ (Α) βλ. θυεία … Dictionary of Greek