λυκίς

λυκίς

λυκίς, ίδος, ἡ, = λυκαινίς, Plut. gol. 23, v. l.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Λύκις — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκις ή Λύκος — (5ος 4ος αι. π.Χ.) Ποιητής της Αττικής κωμωδίας. Ο Αριστοφάνης τον ειρωνεύεται στους Βατράχους του και το λεξικό της Σούδας τον χαρακτηρίζει «υπόψυχρο», μαζί με τους Φρύνιχο και Αμείψιο. Κανένα έργο του δεν έχει σωθεί …   Dictionary of Greek

  • Λύκιν — Λύκις fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λύκισι — Λύκις fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”