- θυωρίτης
θυωρίτης, ὁ, Diener am Opfertisch, VLL. τραπεζίτης; der Wechsler, Geldprüfer, Wardein, wie Lycophr. 93 den Paris κάλλους ϑυωρίτην nennt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυωρίτης, ὁ, Diener am Opfertisch, VLL. τραπεζίτης; der Wechsler, Geldprüfer, Wardein, wie Lycophr. 93 den Paris κάλλους ϑυωρίτην nennt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυωρίτης — θυωρίτης, ὁ (Α) [θυωρός] 1. αυτός που υπηρετεί ως θυωρός* 2. μτφ. κριτής, εξεταστής («θυωρίτης κάλλους» Κριτής τής ομορφιάς, Λυκόφρ.) … Dictionary of Greek