- θυωρίς
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch, τράπεζα πέμματα ἔχουσα Poll. 4, 123, auch ϑεωρίς. Vgl. ϑυωρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θυωρίς, ίδος, ἡ, Opfertisch, τράπεζα πέμματα ἔχουσα Poll. 4, 123, auch ϑεωρίς. Vgl. ϑυωρός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.